ζοφώνομαι

ζοφώνομαι
ζοφώθηκα
1. βυθίζομαι στο σκοτάδι: Ζοφώθηκε ο νους του. – Ζοφώνεται ο ουρανός.
2. «Ζοφώνεται επικίνδυνα η κατάσταση», εκδηλώνονται απειλητικά σημάδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”